σκεῦος

σκεῦος
σκεῦος, ους, τό (Aristoph., Thu.+)
a material object used to meet some need in an occupation or other responsibility, gener. thing, object used for any purpose at all (e.g. a table: Diod S 17, 66, 5) Mk 11:16 (PCasey, CBQ 59, ’97, 306–32). σκεῦος ἐλεφάντινον or ἐκ ξύλου Rv 18:12ab. Pl. (Diod S 13, 12, 6) Dg 2:2–4. Of all one has (Jos., Vi. 68; 69) τὰ σκεύη αὐτοῦ his property Lk 17:31.—Mt 12:29; Mk 3:27 (both in allusion to Is 49:24f).—By an added statement or via the context σκ. can become an object of a certain specific kind: τὰ σκεύη τῆς λειτουργίας the equipment used in cultic service Hb 9:21 (ParJer 3:9; 11:18; cp. Jos., Bell. 6, 389 τὰ πρὸς τὰς ἱερουργίας σκεύη). Also τὰ ἅγια σκεύη Ox 840, 14; 21; 29f (Jos., Bell. 2, 321; cp. Plut., Mor. 812b σκεῦος ἱερόν; Philo, Mos. 2, 94; Just., D. 52, 3 σκεύη ἱερά). τὸ σκεῦος Ac 27:17 seems to be the kedge or driving-anchor (Breusing 17ff; Blass and Haenchen ad loc.; Voigt [s. σκευή]. Differently HBalmer, Die Romfahrt des Ap. Pls 1905, 355ff. See FBrannigan, TGl 25, ’33, 182–84; PEdg 6 [=Sb 6712], 10 [258 B.C.] ἄνευ τῶν ἀναγκαίων σκευῶν πλεῖν τὰ πλοῖα. Pl. also X., Oec. 8, 11f; ; TestJob 18:7 and elsewh. of ship’s gear; Arrian, Peripl. 5, 2 τὰ σκεύη τὰ ναυτικά. Eng. tr. have ‘gear’, ‘sails’). Ac 10:11, 16; 11:5 represent a transitional stage on the way to 2.
a container of any kind, vessel, jar, dish, etc. (Aristoph., Thesm. 402; X., Mem. 1, 7, 5; Aelian, VH 12, 8; Herodian 6, 7, 7; LXX; Jos., Bell. 7, 106; 8, 89; PsSol 17:38; TestNapth 2:2; JosAs; Just., A I, 9, 2 ἐξ ἀτίμων … σκευῶν) Lk 8:16; J 19:29; 2 Ti 2:20 (four kinds as Plut., Caes. 730 [48, 7]). τὸ κενὸν σκεῦος Hm 11:13. ποιεῖν σκ. make a vessel 2 Cl 8:2. τὰ σκεύη τὰ κεραμικά Rv 2:27 (s. κεραμικός). σκ. εἰς τιμήν or εἰς ἀτιμίαν (s. τιμή 2b) Ro 9:21; 2 Ti 2:21 (a fig. sense makes itself felt in the latter pass.).
a human being exercising a function, instrument, vessel fig. ext. of 1 or 2 (Polyb. 13, 5, 7 Δαμοκλῆς ὑπηρετικὸν ἦν ς.) for Christ Paul is a σκεῦος ἐκλογῆς a chosen instrument Ac 9:15.—Of the body, in which the Spirit dwells (cp. TestNapht 8:6 ὁ διάβολος οἰκειοῦται αὐτὸν ὡς ἴδιον σκεῦος; ApcMos 16 γενοῦ μοι σκεῦος; and the magical prayer in FPradel, Griech. u. südital. Gebete1907, p. 9, 11f ἐξορκίζω σε ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ σκεύους τούτου) Hm 5, 1, 2. Christ’s body as τὸ σκ. τοῦ πνεύματος the vessel of the Spirit B 7:3; 11:9; cp. τὸ καλὸν σκεῦος 21:8 (of the human body, as ApcSed 11:5 [p. 134, 17 Ja.] ὦ χεῖρες … διʼ ἃς τὸ σκεῦος τρέφεται; cp. 10 [ln. 25 Ja.]; 11 [ln. 27 Ja.]). On the human body as ὀστράκινα σκεύη 2 Cor 4:7, s. ὀστράκινος. Those who are lost are σκεύη ὁργῆς Ro 9:22 (cp. Jer 27:25.—CDodd, JTS 5, ’54, 247f: instruments of judgment; sim. AHanson, JTS 32, ’81, 433–43), those who are saved σκ. ἐλέους vs. 23.—1 Pt 3:7 woman is called ἀσθενέστερον σκεῦος (ἀσθενής 2a). τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος 1 Th 4:4 from antiquity has been interpreted to mean one’s own body (Theodoret, Calvin, Milligan, Schlatter, MDibelius; RKnox, transl. ’44; CCD transl. ’41, mg.; NRSV) or one’s own wife (Theodore of Mopsuestia, Schmiedel, vDobschütz, Frame, Oepke; WVogel, ThBl 13, ’34, 83–85; RSV et al.). The former interpr. is supported by passages cited at the beg. of this section 3, and the latter is in accord w. rabb. usage (Billerb. III 632f. S. also κτάομαι 1). Also probable for 1 Th 4:4 is ‘penis’ (so Antistius [I A.D.] in Anthol. Plan. 4, 243; Aelian, NA 17, 11; cp. the euphemistic Lat. ‘vasa’ in this sense: Plautus, Poenulus. 863; s. MPoole, Synopsis Criticorum Ali. Sacrae Script., rev. ed.1694, V col. 908; on sim. usage at Qumran s. TElgvin, NTS 43, ’97, 604–19; NAB [1970] renders guarding his member [difft. rev. ed. of NAB, 1986]. Cp. KDonfried, NTS 31, ’85, 342). In such case κτᾶσθαι must mean someth. like ‘gain control of’, etc.—DELG. M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκεῦος — vessel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… …   Dictionary of Greek

  • σκεύος — το 1. κάθε κινητό πράγμα (εργαλείο, έπιπλο κτλ.) χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου: Νοίκιασα ένα σπίτι εξοπλισμένο με οικιακά σκεύη. 2. φρ., «σκεύος της ψυχής», το σώμα μας. 3. «ιερά σκεύη», τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις διάφορες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] …   Dictionary of Greek

  • κουφόσκευος — κουφόσκευος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α προ παρά σκευος, ομοιό σκευος] …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”